μποτιλιάρομαι

μποτιλιάρομαι
μποτιλιάρομαι, μποτιλιαρίστηκα, μποτιλιαρισμένος βλ. πίν. 54

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μποτιλιάρω — [μποτίλια] 1. βάζω υγρό σε φιάλη και τή σφραγίζω, εμφιαλώνω 2. μτφ. αποκλείω πλοία σε λιμάνι φράζοντας την έξοδο 3. παθ. μποτιλιάρομαι ακινητοποιούμαι λόγω κυκλοφοριακής συμφόρησης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”